- γκρεμνοβόλημα
- το грохот обвала, разрушения
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γκρεμνοβόλημα — και γκρεμοβόλισμα, το σπρώξιμο προς γκρεμό και πέσιμο από αυτόν. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γκρεμνοβόλημα < γκρεμνοβολώ και η λ. γκρεμνοβόλισμα < γκρεμνοβολίζω] … Dictionary of Greek